- ιπποκάμπιον
- ἱπποκάμπιον, τὸ (Α)1. υποκορ. τού ιππόκαμπος*2. είδος σκουλαρικιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππόκαμπος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. ιμάντ-ιον, κεράσ-ιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱπποκάμπιον — ear ring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκάμπια — ἱπποκάμπιον ear ring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek